字典 希腊语 - 阿拉伯语

ελληνικά - العربية

αδελφός 用阿拉伯语:

1. شقيق شقيق



阿拉伯语 单词“αδελφός“(شقيق)出现在集合中:

Μέλη της οικογενειας στα αραβικά